-
1 βόσκω
βόσκω, fut. βοσκήσω, we id en, das Vieh hüten; εἰμποδας βοῠς βόσκ' ἐν Περκώτ ῃ Iliad. 15, 548; τόσα πώεα οἰῶν, τόσσα συῶν συβόσια, τόσ' αἰπόλια πλατέ' αἰγῶν βόσκουσι ξεῖνοί τε καὶ αὐτοῦ βώτορες ἄνδρες Odyss. 14, 102; passiv. geweidet, gehütet werden, Odyss. 14, 104 ἔνϑα δέ τ' αἰπόλια πλατέ' αἰγῶν ἕνδεκα πάντα ἐσχατιῇ βόσκοντ', ἐπὶ δ' ἀνέρες ἐσϑλοὶ ὄρονται; Iliad. 17, 62 βοσκομένης ἀγέλης βοῦν; Odyss. 21, 49 ταῠρος βοσκόμενος λειμῶνι; 12, 355 βοσκέσκονϑ' ἕλικες καλαὶ βόες εὐρυμέτωποι, vgl. 12, 128 ff; von einer Insel wird Odyss. 9, 124 gesagt βόσκει δέ τε μηκάδας αἶγας; katachrestisch wird das Wort von einem Hirsche Odyss. 4, 338 gebraucht, ἔλαφος κνημοὺς ἐξερέῃσι καὶ ἄγκεα ποιήεντα βοσκομένη; von Vögeln Iliad. 15, 691, ὀρνίϑων πετεηνῶν ἔϑνος ποταμὸν πάρα βοσκομενάων, χηνῶν ἢ γεράνων ἢ κύκνων; von Seethieren, Odyss. 12, 97 καὶ εἴ ποϑι μεῖζον ἕλῃσιν κῆτος, ἃ μυρία βόσκει ἀγάστονος Ἀμφιτρίτη: von Menschen, Odyss. 11, 365 οἷά τε πολλοὺς βόσκει γαῖα μέλαινα πολυσπερέας ἀνϑρώπους; Odyss. 14, 325 καί νύ κεν ἐς δεκάτην γενεὴν ἕτερόν γ' ἔτι βόσκοι· τόσσα οἱ ἐν μεγάροις κειμήλια κεῖτο ἄνακτος; vom Bauche, Odyss. 18, 364 ὄφρ' ἂν ἔχῃς βόσκειν σὴν γαστέρ' ἄναλτον; 17, 559 σῖτον δὲ καὶ αἰτίζων κατὰ δῆμον γαστέρα βοσκήσεις. – So bes. bei Folgdn meist mit verächtlicher Nebenbedeutung, ἄνδρας ἀργούς Ar. Nubb. 330; ἐπικούρους Her. 6, 39; ναυτικὸν βόσκοντες Thuc. 7, 48; Sp.; – βόσκειν νόσον Soph. Phil. 313: übertr., ἐλπὶς βόσκει φυγάδας Eur. Phoen. 399; vgl. Soph. Ant. 1241. – Pass., geweidet werden, βοσκηϑείς Nic. Th. 34; vgl. Aesch. Ch. 226; Soph. Ai. 559; Plat. Rep. IX, 586 a; βοσκησεῖσϑαι Theocr. 5, 103. Aber τί, Aesch. Ag. 118, verzehren; sp. D. Uebh. schwelgen in etwas, περὶ δειρήν, ἐπὶ σοῖς ἅψεσι, P. Sil. 11. 30 (V, 272. 286). – βοσκητέον, man muß ernähren, Ar. Av. 1359.
-
2 πολυ-σπερής
πολυ-σπερής, ές, weit ausgesäet, weit ausgebreitet; ἄνϑρωποι, Il. 2, 804, wie πολλοὺς βόσκει γαῖα πολυσπερέας ἀνϑρώπους Od. 11, 365; Ὠκεανῖναι, zahlreich, Hes. Th. 365. – Auch akt., weit umher zerstreuend, verbreitend, Empedocl. 235.
-
3 βόσκω
Aβόσκε Il.15.548
: [tense] fut.- ήσω Od.17.559
, Ar.Ec. 590: [tense] aor.ἐβόσκησα Gp.18.7
: [tense] pf.βεβόσκηκα PMag.6.13
(iii B. C.):—[voice] Pass. and [voice] Med. (v. infr. 11); [dialect] Ion. [tense] impf.βοσκέσκοντο Od.12.355
: [tense] fut. βοσκήσομαι Sarap. in Plu.2.398d, [dialect] Dor.βοσκησεῦμαι Theoc. 5.103
: [tense] aor.ἐβοσκήθην Nic. Th.34
, Babr.89.7.I prop. of herdsmen, feed, tend,αἰπόλια Od. 14.102
;ταὦς Stratt.27
; ὁ βόσκων the feeder, Arist.HA 540a18.2 generally, feed, nourish, βόσκει γαῖα.. ἀνθρώπους Od.11.365
, cf. 14.325;γαστέρα βοσκήσεις 17.559
;πάντα βόσκουσαν φλόγα.. Ἡλίου S.OT 1425
; maintain, keep,ἐπικούρους Hdt.6.39
;ναυτικόν Th.7.48
; ; οἰκέτας ib. 1204, Herod.7.44: metaph.,β. νόσον S.Ph. 313
; πράγματα β. troubles, i.e. children, Ar.V. 313.II [voice] Pass., of cattle, feed, graze, Od.21.49, etc.;ξύλοχον κάτα Il.5.162
: c.acc., feed on,ποίην h.Merc.27
, 232, cf. A.Ag. 118 (lyr.), Arist.HA 591a16, al.; .2 metaph., to be fed or nurtured,ἰυγμοῖσι Id.Ch.26
(lyr.);κούφοις πνεύμασιν S.Aj. 558
; ; β. τινί or περί τι run riot in a thing, AP 5.271 (Paul. Sil.), prob. in 285 (Id.). (g[uglide]ō, cf. Lith. guotas 'herd'.) -
4 βόσκω
βόσκω, fut. βοσκήσω, mid. ipf. (ἐ) βόσκετο, iter. βοσκέσκοντο: I. act., feed. pasture; of the herdsman, βοῦς βόσκ' ἐν Περκώτῃ, Il. 15.548, and of the element that nourishes, ( νῆσος) βόσκει αἶγας, Od. 9.124; Ἀμφιτρίτη κήτεα, Od. 12.97; γαῖα ἀνθρώπους, Od. 11.365, etc.—II. mid., feed, graze, Od. 4.338, Od. 21.49.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > βόσκω
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий